κοπανιά

κοπανιά
η (Μ κοπανιά)
1. πλήγμα, χτύπημα με κόπανο
2. τραύμα από χτύπημα
3. φορά
4. (ειδ. για ποτό) γουλιά, ρουφηξιά
5. (ως επίρρ.) α) μια στιγμή, για μια στιγμή
β) μια για πάντα, μια και καλή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπανον + κατάλ. -ιά (πρβλ. κλοτσ-ιά σφυρ-ιά)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κοπανιά — η 1.χτύπημα με τον κόπανο. 2. μια για πάντα, μια και καλή: Του τα πα μια κοπανιά και ξέσπασα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μελανιώ — άω [μέλας, ανος] μελανιάζω, μαυρίζω («η κοπανιά ώρες μελανιά κι ώρες βαθιά πληγώνει», Ερωτόκρ.) …   Dictionary of Greek

  • παράρω — (ιδίως στην ξιφομαχία) αποκρούω, αμύνομαι εναντίον κάποιου («παράρω την κοπανιά» αποκρούω το χτύπημα). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. parare «αποκρούω, αποφεύγω»] …   Dictionary of Greek

  • όφκαιρος — η, ο (στον Ερωτόκρ.) 1. εύκαιρος, διαθέσιμος 2. (για χτύπημα που καταφέρεται εναντίον άλλου) αυτός που απέτυχε («όφκαιρη πήγ η κοπανιά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < εύκαιρος, με παραφθορά] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”