- κοπανιά
- η (Μ κοπανιά)1. πλήγμα, χτύπημα με κόπανο2. τραύμα από χτύπημα3. φορά4. (ειδ. για ποτό) γουλιά, ρουφηξιά5. (ως επίρρ.) α) μια στιγμή, για μια στιγμήβ) μια για πάντα, μια και καλή.[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπανον + κατάλ. -ιά (πρβλ. κλοτσ-ιά σφυρ-ιά)].
Dictionary of Greek. 2013.